Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρωχημένος
1 εγγραφή
παρωχημένος -η -ο [paroximénos] Ε3 : που ανήκει στο παρελθόν: Ο ιστορικός μελετά παρωχημένες εποχές. || (γραμμ.) Παρωχημένη λέξη / έκφραση. Παρωχημένη σημασία / χρήση μιας λέξης, που υπήρχε παλαιότερα. || (γραμμ.) ~ χρόνος, συντελεσμένος.

[λόγ. < αρχ. παρῳχημένος (γραμμ.: ελνστ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες