Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρωνύμιο
1 εγγραφή
παρωνύμιο το [paronímio] Ο40 : (λαογρ.) πρόσθετο όνομα προσώπου, συνήθ. με σκωπτικό ή ειρωνικό χαρακτήρα· παρατσούκλι: Προέλευση / είδη των παρωνυμίων.

[λόγ. < ελνστ. παρωνύμιον `επώνυμο΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. cognomen, αρχ. σημ.: `που προέρχεται από παρόμοιο όνο μα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες