Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρωνύμιο το [paronímio] Ο40 : (λαογρ.) πρόσθετο όνομα προσώπου, συνήθ. με σκωπτικό ή ειρωνικό χαρακτήρα· παρατσούκλι: Προέλευση / είδη των παρωνυμίων.
[λόγ. < ελνστ. παρωνύμιον `επώνυμο΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. cognomen, αρχ. σημ.: `που προέρχεται από παρόμοιο όνο μα΄]