Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρκάρω
1 εγγραφή
παρκάρω [parkáro] -ομαι & παρκέρνω [parérno] -ομαι Ρ6 : σταθμεύω ένα όχημα σε μια θέση, εκτελώντας τους κατάλληλους ελιγμούς: Πού έχεις παρκάρει; Ψάχνω να βρω θέση / χώρο για να ~. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Mην παρκάρετε στην είσοδο του γκαράζ.

[ιταλ. parcar(e) < γαλλ. parquer· παρκ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες