Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραστρατίζω
1 εγγραφή
παραστρατίζω [parastratízo] Ρ2.1α : απομακρύνομαι, εκτρέπομαι από μια κυρίως ηθική στάση, συμπεριφορά, παίρνω τον κακό δρόμο· παραστρατώ: Έμπλεξε με κακές παρέες και παραστράτισε.

[μσν. παραστρατίζω < παρα- 1 στράτ(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες