Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραστάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
παραστάτης 1 ο [parastátis] Ο10 θηλ. παραστάτρια [parastátria] Ο27 : αυτός που στέκεται δίπλα σε κπ. ή σε κτ.: Οι παραστάτες της σημαίας, αυτοί που συνοδεύουν τιμητικά τη σημαία σε παρελάσεις. || (επέκτ.) ο συμπαραστάτης.

[λόγ. < αρχ. παραστάτης `αυτός που στέκεται πλάι σε άλλον, προστάτης΄· λόγ. παραστά(της) -τρια]

παραστάτης 2 ο : η παραστάδα.

[λόγ. < ελνστ. παραστάτης, αρχ. σημ. δες παραστάτης 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες