Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρανυχίδα
1 εγγραφή
παρωνυχίδα η [paronixíδa] & παρανυχίδα η [paranixíδa] Ο26 : 1. μικρή προεξοχή του δέρματος που δημιουργείται στη βάση του νυχιού. 2. (μτφ.) για να χαρακτηριστεί κτ. (δυσκολία, θέμα κτλ.) ως ασήμαντο: Πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, όχι για ~.

[λόγ. < ελνστ. παρωνυχίς, αιτ. -ίδα· εισαγωγή ολόκληρου του προθήματος παρα- 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες