Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραμίνα η [paramína] Ο25 : 1. μακρύ, στρογγυλό, χαλύβδινο ραβδί με το οποίο άνοιγαν τρύπες για το φουρνέλο. 2. το ραβδί που χρησιμοποιούν οι ραβδοσκόποι για ανακάλυψη υπόγειων στρωμάτων νερού.
[ιταλ. barramina με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]