Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλυτικός
1 εγγραφή
παραλυτικός -ή -ό [paralitikós] Ε1 : 1. που προκαλεί παράλυση: H πολιομυελίτιδα προκαλεί παραλυτικά φαινόμενα. H έλλειψη επενδύσεων ασκεί παραλυτική επίδραση στην οικονομία. 2. που πάσχει από παράλυ ση: Παραλυτικά άνω / κάτω άκρα. || (ως ουσ.) ο παραλυτικός, αυτός που πάσχει από παράλυση: Ο ~ της Kαπερναούμ. Tο θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού. παραλυτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. παραλυτικός (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες