Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακεί
3 εγγραφές [1 - 3]
παρακεί [parakí] επίρρ. τοπ. : λίγο πιο πέρα, σε (μικρή) απόσταση από ένα σημείο: Πήγαινε λίγο ~ να καθίσω κι εγώ. Kάτσε λίγο ~, γιατί μου κόβεις τη θέα.

[παρα- 2 + (ε)κεί]

παρακείμενος ο [parakímenos] Ο20α : (γραμμ.) αρκτικός χρόνος του ρήματος, που δηλώνει μια ενέργεια συντελεσμένη στο παρελθόν η οποία όμως εξακολουθεί να υφίσταται ως αποτέλεσμα και στο παρόν: Ο ~ κι ο υπερσυντέλικος σχηματίζονται περιφραστικά με το ρήμα “έχω”.

[λόγ. < ελνστ. παρακείμενος (ενν. χρόνος)]

παρακείμενος -η -ο [parakímenos] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται δίπλα σε κτ. άλλο, σε κπ. άλλο, διπλανός: Στον παρακείμενο χώρο θα ανεγερθεί πολυκατοικία. Aπό την έκρηξη έσπασαν τα τζάμια στις παρακείμενες οικοδομές.

[λόγ. < αρχ. παρακείμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες