Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρέμβυσμα
1 εγγραφή
παρέμβυσμα το [parémvizma] Ο49 : (τεχν.) ειδικό βύσμα σε σχήμα δακτυλίου που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο μεταλλικά στοιχεία (σωλήνες κτλ.) που συνδέονται μεταξύ τους σταθερά, για να τα στεγανοποιεί· φλάντζα.

[λόγ. < ελνστ. παρεμβυσ- (παρεμβύω) `παραγεμίζω΄ -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες