Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράτυπος
1 εγγραφή
παράτυπος -η -ο [parátipos] Ε5 : που γίνεται κατά παράβαση των τυπικών κανόνων: Παράτυπες ενέργειες / πράξεις / διαδικασίες / αρχαιρεσίες. παράτυπα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παρα- 1 τύπ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. contre la forme (διαφ. το ελνστ. παράτυπος `πλαστογραφημένος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες