Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράπηγμα
2 εγγραφές [1 - 2]
παράπηγμα το [parápiγma] Ο49 : οίκημα μικρό και πρόχειρα κατασκευα σμένο από σανίδια, λαμαρίνα κτλ.· παράγκα: Οι πρόσφυγες έμεναν σε ξύλινα παραπήγματα.

[λόγ. < ελνστ. παράπηγμα `περίβολος΄]

παραπηγματούχος ο [parapiγmatúxos] Ο18 : αυτός που κατοικεί σε παράπηγμα.

[λόγ. παραπηγματ- (παράπηγμα) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες