Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράνυφος
1 εγγραφή
παράνυφος ο [paránifos] Ο20 θηλ. παράνυφη [paránifi] Ο32 : άτομο συνήθ. νεαρής ηλικίας, που συνοδεύει τη νύφη και το γαμπρό και βρίσκεται δίπλα τους κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου. || (λόγ.) ο κουμπάρος. παρανυφάκι το YΠΟKΟΡ παράνυφος.

[ελνστ. ὁ παράνυμφος `συνοδός του γαμπρού ή της νύφης΄ με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] (σύγκρ. νύμφη > νύφη)· ελνστ. παράνυμφ(ος) μεταπλ. κατά τα θηλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες