Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράμεσος -η -ο [parámesos] Ε5 : που βρίσκεται κοντά στη μέση. || (κυρ. ως ουσ.) ο παράμεσος, το δάχτυλο του χεριού που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό.
[λόγ. < ελνστ. παράμεσος]