Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παπαδάκι το [papaδáki] Ο44α : μικρό παιδί που βοηθάει τον ιερέα στην τέλεση της λειτουργίας· παπαδοπαίδι2: Δυο παπαδάκια κρατούσαν τα εξαπτέρυγα.
[παπαδ- (παπάς) -άκι]