Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανόραμα
2 εγγραφές [1 - 2]
πανόραμα το [panórama] Ο49 : 1.δημοφιλές θέαμα κατά το 18ο αι.· μεγάλων διαστάσεων ζωγραφική παράσταση μιας σειράς αφηγηματικών σκηνών ή ενός εκτεταμένου τοπίου, πάνω σε καμπύλη ή επίπεδη επιφάνεια η οποία περιστρέφεται ή ξετυλίγεται και φωτίζεται κατάλληλα, δίνοντας έτσι στους θεατές την εντύπωση ότι βλέπουν τα εικονιζόμενα αντικείμενα σε πραγματικό ορίζοντα. || η αίθουσα ή το κτίριο όπου παρουσιαζόταν αυτό το θέαμα. || (επέκτ.) κατασκευή σε σχήμα κιβωτίου με φακό, μέσα από τον οποίο βλέπει κανείς εναλλασσόμενες εικόνες σε μεγέθυνση. 2. η ωραία, εντυπωσιακή εικόνα εκτεταμένου τοπίου, το οποίο αντικρίζει κανείς από ψηλά. 3. παρουσίαση ενός θέματος μέσα από μια πλήρη και εκτενή αλληλουχία οπτικών ή αφηγηματικών εικόνων: Iστορικό ~. Tο ~ του 20ού αιώνα.

[λόγ. < αγγλ. panorama < pan- = παν- + αρχ. ὅραμα στη σημ.: `θέαμα΄ (η σύνθεση αυτή είναι έξω από τους κανόνες της αρχ. ελληνικής, αλλά ταιριάζει στα αγγλ.)]

πανοραμικός -ή -ό [panoramikós] & πανοραματικός -ή -ό [panorama tikós] Ε1 : που απλώνεται σε όλο (ή σχεδόν όλο) το πλάτος του ορίζοντα: Πανοραμική θέα / άποψη / εικόνα. Aπό την κορυφή του λόφου είχαμε μια πανοραμική θέα της πόλης. || Πανοραμική θέση, από την οποία μπορεί να έχει κανείς πανοραμική θέα. Πανοραμική κίνηση (κινηματογραφικής μηχανής), γύρω από σταθερό άξονα. || (μτφ.): Πανοραμική θεώρηση μιας ιστορικής περιόδου.

[λόγ. < αγγλ. panoramic < panoram(a) = πανόραμ(α) -ic = -ικός· μεταπλ. κατά το θ. οραματ- της λ. όραμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες