Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανούκλα
1 εγγραφή
πανούκλα η [panúkla] Ο25 : 1.κοινή ονομασία της νόσου πανώλη: Επιδημία πανούκλας. || για έκφραση κατάρας: Που να τον πιάσει / να τον βρει ~, να πάθει μεγάλο κακό. ΠAΡ Σαν πεθάνω από συνάχι*, φάσκελα να ΄χει η ~. 2. (μτφ.) για γυναίκα δύσμορφη και μοχθηρή. (έκφρ.) απ΄ έξω / απέξω κούκλα* κι από μέσα ~.

[μσν. πανούκλα < λατ. panuc(u)la `οίδημα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες