Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανδαισία
1 εγγραφή
πανδαισία η [panδesía] Ο25 : α.πλουσιότατο γεύμα από το οποίο δε λείπει τίποτα. β. (συνήθ. μτφ.) πλουσιότατη ποικιλία που προκαλεί μια τέλεια αισθητική απόλαυση: Mουσική ~. ~ χρωμάτων και ήχων.

[λόγ. < αρχ. πανδαισία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες