Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παμπ η [páb] Ο (άκλ.) : χώρος διακέδασης με μουσική όπου σερβίρονται ποτά, συνήθ. οινοπνευματώδη· (πρβ. μπαρ): Στις ~ του Λονδίνου.
[αγγλ. pub, θηλ. ίσως κατά τη λ. ταβέρνα]
- πάμπα η [pámba] Ο25α : μεγάλη πεδινή έκταση γης στη Nότια Aμερική με αραιή και θαμνώδη βλάστηση όπως η στέπα· στέπα της Nότιας Aμερικής.
[λόγ. < αγγλ. pampa < ισπαν. pampa (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]
- παμπάλαιος -η / -α -ο [pambáleos] Ε5, Ε6 : πάρα πολύ παλαιός: Πελώρια παμπάλαιη βελανιδιά. Έθιμο παλαιό, παμπάλαιο, μα ακόμα ζωντανό.
[λόγ. < αρχ. παμπάλαιος]
- παμπελοποννησιακός -ή -ό [pampeloponisiakós] Ε1 : που αναφέρεται σε όλη την Πελοπόννησο ή σε όλους τους Πελοποννησίους: Παμπελοποννησιακό συνέδριο.
[λόγ. παμ- (δες παν-) + πελοποννησιακός]
- πάμπλουτος -η -ο [pámblutos] Ε5 : (κυρ. για πρόσ.) πάρα πολύ πλούσιος (σε υλικά αγαθά)· βαθύπλουτος, ζάπλουτος, πλουσιότατος.
[λόγ. < αρχ. πάμπλουτος]
- πάμπολλοι -ες -α [pámboli] Ε5 : πάρα πολλοί· τόσοι και τόσοι· πάρα πολλοί και διάφοροι· χίλιοι δυο: Πάμπολλα είδη. Πάμπολλες περιπτώσεις.
[λόγ. < αρχ. πάμπολυς, πληθ. πάμπολλοι]
- παμπόνηρος -η -ο [pambóniros] Ε5 : πάρα πολύ πονηρός· πονηρότατος: Παμπόνηρο ύφος / βλέμμα. Παμπόνηρη σκέψη. Παμπόνηρο σχέδιο / μυαλό. Παμπόνηρη η γριά δεν έπεσε στην παγίδα. ~ σαν αλεπού.
[λόγ. < αρχ. παμπόνηρος `αχρείος΄ κατά την εξέλ. της σημ. του πονηρός]
- πάμφτωχος -η -ο [pámftoxos] & πάμπτωχος -η -ο [pámptoxos] Ε5 : (κυρ. για πρόσ.) που είναι εντελώς φτωχός, που βρίσκεται στο έσχατο σημείο φτώχειας, έλλειψης πόρων ζωής: Πάμφτωχη οικογένεια. Πέθανε ~.
[λόγ. παμ- (δες παν-) + πτωχ(ός) -ος & προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πτωχός > φτωχός]