Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλ
152 εγγραφές [1 - 10]
παλ [pál] Ε (άκλ.) : για μη έντονες, αχνές ή απαλές αποχρώσεις: ~ χρώματα / αποχρώσεις.

[λόγ. < γαλλ. pâle]

πάλα η [pála] Ο25 : πλατύ και κυρτό σπαθί.

[τουρκ. pala (προφ. [palá] ) με μετακ. τόνου(;)]

παλαβιάρης -α -ικο [palavjáris] Ε9 : (προφ., συνήθ. χλευ.) παλαβός. || (ως ουσ.).

[παλαβ(ός) -ιάρης]

παλαβός -ή -ό [palavós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με τρόπο που γενικά δείχνει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη έλλειψη σύνεσης, φρόνη σης ή πνευματικής και ψυχικής ισορροπίας· χαζός, τρελός, ανισόρροπος. || για ζώο που εκδηλώνει ή έχει μια ασυνήθιστη, παράδοξη και υπερβολικά ζωηρή συμπεριφορά: Παλαβό σκυλί. Γάβγιζε σαν παλαβό. 2. (για συμπεριφορά, πράξη, λόγο κτλ.) που δείχνει έλλειψη σύνεσης ή σοβαρότητας· ανόητος, τρελός: Παλαβά καμώματα / λόγια. Παλαβό ντύσιμο. Παλαβές κουβέντες. || ριψοκίνδυνος, παράτολμος. 3. (ως ουσ.) α. τα παλαβά, παλαβή συμπεριφορά· παλαβωμάρες: Άρχισε πάλι τα παλαβά του. β. η παλαβή, στη ΦΡ το ρίχνω στην παλαβή ή κάνω την παλαβή, προσποι ούμαι τον αδιάφορο ή τον αμέτοχο, κάνω πως δε με ενδιαφέρει κτ. παλαβά ΕΠIΡΡ.

[παλάβρ(α) -ός με ανομ. αποβ. του δεύτερου υγρού συμφ.]

παλάβρα 1 η [palávra] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) α. λόγος ανόητος· παλαβωμάρα. β. κενόλογη κομπορρημοσύνη.

[αντδ. < ισπαν. palavra `λέξη΄ (η νέα σημ. στα ισπανοεβραίικα) < λατ. parabola `παραβολή, λόγια του Χριστού΄ < ελνστ. παραβολή (του Χριστού)]

παλάβρας ο [palávras] Ο3 & παλάβρα 2 η [palávra] Ο25α : (προφ., χλευ.) για άνθρωπο: α. ανόητο, παλαβό, παλαβιάρη. β. κενολόγο, καυχησιάρη, κομπορρήμονα.

[παλάβρ(α) 1 -ας· παλάβρ(ας) -α]

παλαβωμάρα η [palavomára] Ο25α : α.η ιδιότητα του παλαβού, η έλλει ψη σύνεσης, ορθοφροσύνης· τρέλα, ζούρλα: Tον έπιασε η ~ του και δεν ακούει κανέναν. β. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, που δείχνει έλλειψη σύνεσης, περίσκεψης, ορθοφροσύνης· επιπολαιότητα, απερισκεψία, ανοησία, κουταμάρα, τρέλα: Πρόσεξε μην κάνεις καμιά ~. Άσε τις παλαβωμάρες και σοβαρέψου.

[παλαβ(ός) -ωμάρα]

παλαβώνω [palavóno] Ρ1α μππ. παλαβωμένος : 1.κάνω κπ. παλαβό, τον μουρλαίνω, τον τρελαίνω: Mας παλάβωσε με τις φωνές του. 2. γίνομαι παλαβός, ή συνηθέστερα, κάνω σαν παλαβός· τρελαίνομαι, μουρλαίνομαι: Παλάβωσαν από τη χαρά τους, ξετρελάθηκαν. Παλάβωσα από τις φωνές τους.

[παλαβ(ός) -ώνω]

παλάγκο το [paláŋgo] Ο39 : (ναυτ., τεχν.) σύστημα τροχαλιών· πολύσπαστο: Tους ανέβασαν στο κατάστρωμα με το ~.

[αντδ. < παλ. ιταλ. palangο < υστλατ. *palanca < αρχ. φαλαγγ- (φάλαγξ) στη σημ.: `ξύλινοι κύλινδροι για μετακίνηση μεγάλων βαρών΄]

παλαδίνος ο [palaδínos] Ο18 : ιππότης ή γενικότερα ευγενής του Mεσαίωνα, ο οποίος περιπλανιόταν αναζητώντας ηρωικές περιπέτειες.

[λόγ. < ιταλ. paladino (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες