Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιννοστούντες
1 εγγραφή
παλιννοστούντες οι [palinostúndes] Ο (βλ. Ε12β) : αυτοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ύστερα από μακρόχρονη απουσία. || (ως επίθ.): ~ πρόσφυγες.

[λόγ. ουσιαστικοπ. πληθ. μεε. του ρ. παλιννοστώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες