Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλικαριά
2 εγγραφές [1 - 2]
παλικαριά η [palikarjá] & παλληκαριά η [palikarjá] Ο24 : α.η ιδιότητα και η συμπεριφορά του παλικαριού: Aντιμετώπισε την ήττα του με ~. Στάθηκε με ~ στο πλευρό των κατατρεγμένων. β. για πράξεις, κατορθώματα ή προσπάθειες που δείχνουν παλικαριά, τόλμη, θάρρος: Άντε, θα την κάνω την ~, κι αν χάσω, έχασα. || (συνήθ. ειρ.) πράξη, προσπάθεια θρασύδειλη, υποκριτικά γενναία· παλικαρισμός: Tις ξέρω τις παλικαριές σου. Άσε τώρα τις παλικαριές και τα νταηλίκια, γιατί δε σε φοβάμαι.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ιά]

παλικαριάτικος -η -ο [palikarjátikos] & παλληκαριάτικος -η -ο [pali karjátikos] Ε5 : 1.(λαϊκότρ.) παλικαρίσιος. 2. (παρωχ., ως ουσ.) α. το παλικαριάτικο, προγαμιαία δωρεά σε άντρα. β. τα παλικαριάτικα, αμοιβή μπράβου.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες