Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παινεύομαι
1 εγγραφή
παινεύω [penévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.επαινώ κπ. 2. (παθ.) α. επαινούμαι. || (συνήθ. μππ.): Mια κόρη ζηλευτή, μια κόρη παινεμένη. β. επαινώ τον εαυτό μου· καυχιέμαι, περηφανεύομαι ή καυχησιολογώ: Παινευόταν για το κατόρθωμά του. || Όχι για να (το) παινευτώ, αλλά μάστορας σαν κι εμένα άλλος δεν είναι.

[παιν(ώ) μεταπλ. -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες