Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παζλ το [pázl] Ο (άκλ.) : 1.επιτραπέζιο παιχνίδι για έναν παίκτη, το οποίο συνίσταται στην αποκατάσταση μιας ζωγραφικής παράστασης που έχει τεμαχιστεί σε πολλά μικρά και ακανόνιστου σχήματος κομμάτια. 2. (μτφ.) η γενική εικόνα μιας πραγματικότητας, την οποία προσπαθεί να συνθέσει κανείς σύμφωνα με κάποιες μάλλον υποθετικές συσχετίσεις ποικίλων γεγονότων και συμβάντων που εμφανίζονται ως ανεξάρτητα μεταξύ τους.
[λόγ. < αγγλ. puzzle]