Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγοποιείο
1 εγγραφή
παγοποιείο το [paγopiío] Ο39 : εργοστάσιο κατασκευής τεχνητού πάγου· (πρβ. παγοποιία).

[λόγ. πάγ(ος) -ο- + -ποιείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες