Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγερ
2 εγγραφές [1 - 2]
παγερός -ή -ό [pajerós] Ε1 : πολύ κρύος, πολύ ψυχρός. 1. που προκαλεί εντονότατο αίσθημα ψύχους. ANT ζεστός, θερμός, καυτός: Οι παγερές νύχτες του χειμώνα. ~ άνεμος. 2. (μτφ.) α. (για ύφος, τρόπο έκφρασης ή συμπεριφορά κτλ.) που τον χαρακτηρίζει η απουσία κάθε συναισθήματος συμπάθειας ή διάθεσης φιλικής, που δείχνει μια απόλυτη αδιαφορία ή απάθεια· ψυχρός. ANT θερμός, ζεστός, εγκάρδιος: Παγερή υποδοχή. Παγερή ατμόσφαιρα. Παγερό ύφος / βλέμμα / χαμόγελο, ανέκφραστο. || Παγερή αδιαφορία. β. για ό,τι υποβάλλει ένα ανάμεικτο συναίσθημα φόβου, φρίκης κτλ.: Παγερή μοναξιά. H παγερή ησυχία του νοσοκομείου. || H παγερή εικόνα του θανάτου. Tο παγερό κρώξιμο των όρνιων. || Παγερά χρώματα, πολύ ψυχρά. ANT ζεστά, θερμά. παγερά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[ελνστ. παγερός]

παγερότητα η [pajerótita] Ο28 : η ιδιότητα του παγερού. || (μτφ.): H ~ των λευκών τοίχων του νοσοκομείου.

[λόγ. παγερ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες