Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παγάνα η [paγána] Ο25 : 1α.ιδιαίτερος τρόπος κυνηγιού, που συνίσταται στην ανίχνευση, καταδίωξη και παγίδευση θηράματος από ομάδα κυνηγών που ενεργούν βάσει σχεδίου: Bγαίνω / στήνω ~. Mε το πρώτο χιόνι βγαίνανε ~ στο βουνό. Σαν τ΄ αγρίμια που τρέχουν να ξεφύγουν από την ~. β. (λαϊκότρ.) ανάλογος τρόπος καταδίωξης και σύλληψης ανθρώπου: Ξέφυγαν από τις παγάνες των χωροφυλάκων, περνώντας μέσα από το ποτάμι. 2. ομάδα κυνηγών που στήνουν παγάνα, που κυνηγούν με παγάνα: Ο αρχηγός της παγάνας.
[μσν. παγαν(εύω) -α (αναδρ. σχημ.) < παγαν(ός) -εύω ίσως με την έννοια ενέδρας που στήνουν οι άνθρωποι της υπαίθρου]