Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίκτης
1 εγγραφή
παίκτης ο [péktis] & παίχτης ο [péxtis] Ο10 θηλ. παίκτρια [péktria] & παίχτρια [péxtria] Ο27 : α.αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι: Tο τάβλι παίζεται με δύο παίκτες. || αυτός που επιδίδεται ή ασχολείται συχνά ή συστηματικά με ορισμένο παιχνίδι: Δεν είμαι ~ αλλά μου αρέσει πού και πού να δοκιμάζω την τύχη μου. β. αθλητής σε ομαδικό άθλημα: Οι παίκτες μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. || (οικ., με θετική φόρτιση): Είναι ~, δεν είναι παίξε γέλασε!

[λόγ. < ελνστ. παίκτης· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. παίκ(της) -τρια (σύγκρ. ελνστ. συμπαίκτρια)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες