Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέναλτι
1 εγγραφή
πέναλτι το [pénalti] & (προφ.) μπέναλτι το [bénalti] Ο (άκλ.) : είδος ποινής στο ποδόσφαιρο· το δικαίωμα που δίνεται σε μια ομάδα να επιχειρήσει την επιτυχία τέρματος, κλοτσώντας την μπάλα από ορισμένη μικρή απόσταση προς την εστία των αντιπάλων που διέπραξαν σοβαρή παράβαση των κανόνων του παιχνιδιού: Ο διαιτητής σφύριξε ~ σε βάρος της ομάδας μας. Ο διαιτητής έδωσε ~, στη μια ομάδα, επειδή η άλλη παρέβη κανόνα.

[αγγλ. penalty (αρχική σημ.: `τιμωρία΄)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες