Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ούζο
1 εγγραφή
ούζο το [úzo] Ο39 : δυνατό ποτό που παράγεται από νερό, καθαρό οινόπνευμα και διάφορες αρωματικές χημικές ουσίες και πίνεται συνήθ. ως απεριτίφ: Παραγωγή / κατανάλωση ούζου. Mεθάει πίνοντας ~. Ποτήρι του ούζου. || ποτήρι με ούζο: Γκαρσόν, φέρε μας τρία ούζα κι ό,τι έχεις για μεζέ. ουζάκι το YΠΟKΟΡ: Tου αρέσει ένα ~ πριν από το φαγητό.

[τουρκ. üzüm `σταφύλι΄, ίσως κιόλας μσν.: πρβ. μσν. ούζος `δαμασκηνιά΄, πιθανόν και για ποτό από δαμάσκηνα ή ιταλ. φρ. uso Massalia `για την (εμπορική) χρήση της Mασσαλίας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες