Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχτάρα
1 εγγραφή
οχτάρα η [oxtára] Ο25α : (προφ.) ποινή οχτώ ημερών. α. φυλάκιση οχτώ ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. οχταήμερη αποβολή μαθητή από το σχολείο.

[οχτ(ώ) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες