Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχλοβοή
1 εγγραφή
οχλοβοή η [oxlovoí] Ο29 : (λογοτ.) η οχλαγωγία.

[λόγ. όχλ(ος) -ο- + βοή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες