Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οφσάιντ το [ofsáid] & οφσάιτ το [ofsáit] Ο (άκλ.) : (ποδ.) αντικανονική θέση ενός παίχτη, ο οποίος δέχεται την μπάλα, ενώ κανένας αντίπαλος παίχτης εκτός από τον τερματοφύλακα δεν υπάρχει ανάμεσα σ΄ αυτόν και στην εστία της αντίπαλης ομάδας: Ο διαιτητής σφύριξε ~. Tο γκολ ακυρώθηκε ως ~. || (μτφ.): Είναι κάποιος ~, συμπεριφέρθηκε αντικανονικά, είναι εκτός θέματος, ορίων κτλ.
[αγγλ. off side· αποηχηροπ. του τελικού [d > t] ]