Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουμανισμός
1 εγγραφή
ουμανισμός ο [umanizmós] Ο17 : ανθρωπισμός.

[λόγ. < γαλλ. human isme < human(iste) = ουμαν(ιστής) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες