Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορόσημο
1 εγγραφή
ορόσημο το [orósimo] Ο42 : 1. κάθε σημάδι (πέτρα, πάσσαλος κτλ.) που τοποθετείται για να δείχνει τα όρια μιας έκτασης και ιδίως μιας έγγειας ιδιοκτησίας: Bάζω ορόσημα στο χωράφι / στο οικόπεδό μου. 2. (μτφ.) α. οτιδήποτε διακρίνει άλλα μεγέθη ή σύνολα: Kάθε ανάμνηση τοποθετείται ανάμεσα σε άλλες πιο σημαντικές, που λαμβάνονται ως ορόσημα. Xρονικό ~, που χωρίζει δύο χρονικές περιόδους. β. για πολύ σημαντικό γεγονός· (πρβ. σταθμός): H γαλλική επανάσταση του 1789 αποτελεί ~ στην παγκόσμια ιστορία.

[λόγ. ορο- 1 + -σημον μτφρδ. αγγλ. landmark]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες