Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορρωδώ
1 εγγραφή
ορρωδώ [oroδó] Ρ10.9α : μόνο στις λόγιες εκφράσεις δεν ορρωδεί προ (με γεν.) ή δεν ορρωδεί μπροστά σε κτ., δε φοβάται, δε διστάζει: Δεν ορρωδεί προ ουδενός / του κινδύνου. Οι δημοτικιστές δεν ορρώδησαν μπροστά σε πολυποίκιλους αντιπάλους.

[λόγ. < αρχ. ὀρρωδῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες