Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοποδώ
1 εγγραφή
ορθοποδίζω [orθopoδízo] Ρ2.1α & ορθοποδώ [orθopoδó] Ρ10.9α : περνώ από μια κακή κατάσταση, ιδίως οικονομική, σε μια καλή ή γενικά ικανοποιητική: Ορθοποδίζει μια χώρα / μια οικονομική επιχείρηση. Επί Tρικούπη έγινε η πρώτη προσπάθεια να ορθοποδίσει η ελληνική κοινωνία. || Ο γάμος του παιδιού, η ανακαίνιση του σπιτιού, στοίχισαν πολύ και τα οικονομικά μας έκαναν καιρό να ορθοποδίσουν.

[λόγ. < μσν. ορθοποδίζω < ελνστ. ὀρθοποδ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ορθοποδησ-· λόγ. < ελνστ. ὀρθοποδῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες