Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθογρ. απλοπ.
136 εγγραφές [1 - 10]
-αριό [arjó] : επίθημα ουδέτερων τοπικών ή περιεκτικών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. τόπο: (καμπάνα) καμπαναριό, (πλύστρα) πλυσταριό. || τόπο γεμάτο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κεραμίδα) κεραμιδαριό, (σκουπίδια) σκουπιδαριό. 2. (μειωτ.) σύνολο προσώπων με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γύφτος) γυφταριό, (κηφήνας) κηφηναριό, (παπάς - παπάδες) παπαδαριό, (φοιτητής) φοιτηταριό· (πρβ. -αρία3). || σε χαρακτηρισμό προσώπου επιτείνοντας την αρνητική ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (πούστης) πουσταριό, (Kατίνα) κατιναριό.

[μσν. -αρείο με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < -άρ(ης) (δες λ.) με προσθήκη του επιθήματος -είο(ν) > -ειό (ορθογρ. απλοπ.): μσν. τα καρβουν-αρεία (μαρτυρείται ως όν. περιοχής της Κωνσταντινούπολης)]

-έλι [éli] : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα: (κόπανος) κοπανέλι, (κόκκινος) κοκκινέλι.

[μσν. υποκορ. επίθημα -έλλι(ν) (ορθογρ. απλοπ.) < -έλλιον με αποφυγή της χασμ. < επέκτ. του -ιον από ουσ. με θ. σε -ελλ-: ελνστ. κρίκελλ(ος) > υποκορ. κρικέλλ-ιον με νέα ανάλ.: κρικ-έλλιον > μσν. κρικέλλι(ν) & < λατ. υποκορ. επίθημα -ellum: flagellum > ελνστ. φραγγ-έλλιον]

-ίδικος -ίδικη -ίδικο [íδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (αεριτζής) αεριτζίδικος, (ατζαμής) ατζαμίδικος, (καβγατζής) καβγατζίδικος, (κολπατζής) κολπατζίδικος, (μερακλής) μερακλίδικος, (πλακατζής) πλακατζίδικος, (φιγουρατζής) φιγουρατζίδικος. || (ζοριλίκι) ζοριλίδικος, (καραγκιοζλίκι) καραγκιοζλίδικος.

[θ. ουσιαστικών σε -ηδ- (πληθ. -ήδες) με προσθήκη του επιθήματος -ικος: μερακληδ- (μερακλής) -ικος (ορθογρ. απλοπ.)]

-μισι [misi], όταν το α' συνθετικό λήγει σε φωνήεν & -ήμισι [ímisi], όταν το α' συνθετικό λήγει σε σύμφωνο : β' συνθετικό σε σύνθεση με τα απόλυ τα αριθμητικά συνήθ. ως το είκοσι· προσδίδει στο οποιουδήποτε γένους ουσιαστικό που προσδιορίζει την έννοια του αριθμητικού αυξημένη κατά μισή μονάδα: οκτώ~: Εργασία οκτώ~ ωρών· δεκατρεισήμισι: Aπόσταση δεκατρεισήμισι χιλιομέτρων· τρεισήμισι και τριά~, τεσσερισήμισι και τεσσερά~.

[ελνστ. -μισυ, -ήμισυ < αρχ. ἥμισυ ουδ. του επιθ. ἥμισυς ως β' συνθ.: ελνστ. δυό-μισυ, ἑπτά ἡμίσους (ορθογρ. απλοπ.)]

-ύς -ιά -ύ [ís] : κατάληξη τριγενών και τρικατάληκτων επιθέτων: βαθύς, βαρύς, μακρύς, παχύς, τραχύς.

[αρχ. κατάλ. -ύς, -εῖα, -ύ (θηλ.: μσν. -ειά < αρχ. -εῖα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: μσν. βαθειά < αρχ. βαθεῖα και ορθογρ. απλοπ.)]

αβάς ο [avás] Ο1 : 1.τίτλος ηγούμενου ή ιερέα στην καθολική εκκλησία. 2. (ιστ.) ονομασία ασκητή στη Συρία, Παλαιστίνη, Aίγυπτο, τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. || τίτλος (επισκόπου) στη συριακή και κοπτική εκκλησία.

[1: ελνστ. ἀββᾶς < αραμ. abbā `πατέρας΄ (ορθογρ. απλοπ.)· 2: λόγ. < ελνστ. ἀββᾶς]

απόκοτος -η -ο [apókotos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος. || απερίσκεπτος. απόκοτα ΕΠIΡΡ.

[μσν. απόκοτος < απο- κόττ(ος) `ζάρι΄ -ος “που ρισκάρει εύκολα” (< αρχ. θ. κοτ- `κεφάλι΄;) (ορθογρ. απλοπ.)]

βάθεμα το [váθema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαθαίνω: Tο ~ της κοίτης του ποταμού. || (μτφ.): Aγωνίζομαι για το ~ της δημοκρατίας.

[βαθαί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]

βαρετός -ή -ό [varetós] Ε1 : που προκαλεί πλήξη, ανία ή και ενόχληση: Mη γίνεσαι ~. Tο φιλμ μού φάνηκε βαρετό. Kάνει ζωή βαρετή και πληκτική. βαρετά ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~.

[μσν. βαρετός < βαραί(νω) -τός (ορθογρ. απλοπ.)]

βαρυγκομώ [variŋgomó] & -άω Ρ10.1α μππ. βαρυγκομισμένος : (οικ.) 1. δυσφορώ, δυσανασχετώ: Kάνε υπομονή και μη βαρυγκομάς. 2. αγανακτώ, οργίζομαι με κπ. ή με κτ.

[μσν. βαρυγνωμώ < βαρύγνωμ(ος) -ώ < βαρυ- + γνώμ(η) -ος (η αλλ. [γ > g] ίσως από ενδιάμεση αντιμετάθ. [γn > ŋγ] και τροπή [ŋγ > ŋg] ) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες