Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπλίζω
1 εγγραφή
οπλίζω [oplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εφοδιάζω κπ. με όπλο, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει ή γενικά να πολεμήσει· εξοπλίζω. ANT αφοπλί ζω: H επαναστατική κυβέρνηση αποφάσισε να οπλίσει τους εργάτες και τους αγρότες. Οπλισμένος άνθρωπος. Οι επιτιθέμενοι ήταν βαριά οπλισμένοι. ANT άοπλος. ΦΡ είναι κάποιος οπλισμένος ως τα δόντια* / σαν αστακός*. || (επέκτ.) για κάθε άλλο αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άμυνα ή για επίθεση: Διαδηλωτές οπλισμένοι με τούβλα και μαδέρια από κοντινή οικοδομή συγκρούστηκαν με την αστυνομία. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) εφοδιάζω κπ. με κτ., έτσι ώστε να γίνει πιο ικανός, οι ενέργειές του να γίνουν πιο αποτελεσματικές: H στέρηση οπλίζει τον άνθρωπο με αντοχή. Άνθρωπος οπλισμένος με θάρρος και υπομονή. Tον υποδέχτηκε οπλισμένη με το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. β. (για πργ.) ενισχύω με ειδική κατασκευή ενσωματωμένη σ΄ αυτό: Yαλοπίνακας οπλισμένος με σύρμα. Οπλισμένο σκυρόδεμα*. 3α. (για πυροβόλο όπλο) ρυθμίζω το μηχανισμό του, έτσι ώστε αυτό να είναι έτοιμο για εκπυρσοκρότηση: Γεμίσ(α)τε, οπλίσ(α)τε, πυρ!, ως στρατιωτικό παράγγελμα. β. (για συσκευή που διαθέτει μηχανισμό με ελατήριο) ρυθμίζω, έτσι ώστε να είναι έτοιμη να λειτουργήσει: H (φωτογραφική) μηχανή είναι οπλισμένη· δεν έχεις παρά να πατήσεις το κουμπί.

[λόγ.: 1: αρχ. ὁπλίζω· 2-3: σημδ. γαλλ. armer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες