Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομόνοια
1 εγγραφή
ομόνοια η [omónia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : ταυτότητα αντιλήψεων, απόψεων, συναισθημάτων κτλ. στα μέλη μιας ανθρώπινης ομάδας με συνέπεια την ομαλή συμβίωση μεταξύ τους. ANT διχόνοια: Aντρόγυνο που ζει με αγάπη και ~. Πλατεία Ομονοίας, ως ονομασία. ΠAΡ H ~ χτίζει σπίτια κι η διχόνοια τα γκρεμίζει, για τις ωφέλιμες συνέπειες της ομόνοιας και τις καταστροφικές επιπτώσεις της διχόνοιας.

[λόγ. < αρχ. ὁμόνοια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες