Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομόγραφος -η -ο [omóγrafos] Ε5 : (γραμμ.) κυρίως στον όρο ομόγραφες λέξεις, που, ενώ διαφέρουν σημασιολογικά, έχουν την ίδια ορθογραφία: Tα ουσιαστικά “πόντος 1” και “πόντος 2” είναι ομόγραφες λέξεις. || (ως ουσ.) τα ομόγραφα, οι ομόγραφες λέξεις.
[λόγ. < γαλλ. homographe < homo- = ομο- + -graphe = -γραφος (πρβ. ελνστ. ὁμόγραφος `έγγραφο με κατά λέξη ίδια διατύπωση΄)]