Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομως
1 εγγραφή
όμως [ómos] σύνδ. αντιθ. : συχνά και ύστερα από τελεία ή άνω τελεία· μπορεί να βρίσκεται στην αρχή, στο τέλος ή μετά την πρώτη ή περισσότερες λέξεις της πρότασης την οποία συνδέει αντιθετικά με τα προηγούμενα· αλλά, μα: 1α. (συχνά με το αλλά): Είναι πανέξυπνος, ~ δε διαβάζει. Bρήκε δουλειά, αλλά ~ είναι πολύ κουραστική. Yπέφερε πολύ, αλλά ~ δεν έλεγε τίποτε. Mια μέρα ~ δε βάσταξε. Δε θα κάνουμε συζήτηση, ~ δυο λόγια θα ΄πρεπε να πούμε. Σήμερα όχι, αύριο ~ οπωσδήποτε. Γέρασε, διατηρεί ~ ακόμη την παλιά του γοητεία. || συχνά η αντίθεση είναι προς κτ. που εννοείται: Δεν ήρθαν όλοι· αλλά ~ και πού θα χωρούσαμε;, αν ερχόταν όλοι. α1. με το και σε έντονη αντίθεση, εναντίωση· παρ΄ όλα αυτά: Περνούσε άσχημα, κι ~ δεν παραπονέθηκε ποτέ σε κανέναν. Kαι ~ εξακολουθώ να πιστεύω πως κάτι δεν πάει καλά, για την περίπτωση που ο ομιλητής δε συμφωνεί με τη γνώμη ή τις απόψεις που γενικά ισχύουν. α2. (αλλά) ~ …και, όταν υπάρχει άρνηση και στα δύο μέλη ή όταν το β' μέλος εκφράζει μια πληροφορία ισότιμης αξίας με αυτήν του α' μέλους: Δεν είναι δυσαρεστημένος, αλλά ~ ούτε και ευχαριστημένος. Δουλεύει σκληρά, αλλά ~ και πληρώνεται και καλά. β. ναι μεν… αλλά ~ και, όταν το β' σε σχέση με το α' μέλος εκφράζει την όχι απόλυτα καθοριστική αλλά ούτε και αμελητέα προϋπόθεση: Nαι μεν κουράζεται αλλά ~ και αμείβεται καλά. γ. (αλλά) ~ και να, ύστερα από αρνητική πρόταση εισάγει παραχωρητική πρόταση: Δε μου ζήτησε τίποτε, αλλά ~ και να μου ζητούσε δε θα του έδινα, αλλά όμως και αν ακόμη… 2. σε διαλόγους συχνά βοηθά τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ. συναφές προς τα προηγούμενα· ειδικότερα εισάγει: α. τον όρο ή την απαραίτητη προϋπόθεση που πρέπει να ισχύει για να συμβεί αυτό που έχει αναφερθεί προηγουμένως: Θα έρθω μαζί σας, αλλά ~ υπό έναν όρο. β. αλλά έλα ~ που: το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι είναι δύσκολο αυτό που έχει προαναφερθεί: Πρέπει να μη δίνει σημασία· αλλά έλα ~ που δεν μπορεί. γ. την άποψη του ομιλητή: Άργησα, αλλά ~ δε γινόταν αλλιώς. || σε ερωτήσεις: Σε λίγο ξεκινάμε· ~ γιατί αργούν; δ. έντονη προτροπή ή προσταγή (συνοδεύεται από ανάλογη έγκλιση): Δυσκολεύτηκαν πολύ· αλλά ~ ας μη μιλάμε πια γι΄ αυτά. ε. βοηθά την αφήγηση: Tα χρόνια ~ περνούσαν και η κατάσταση δεν καλυτέρευε. 3. (σε επιφωνηματική χρήση πάντα με το τι και επανάληψη της σχολιαζόμενης λέξης του α' μέλους) σε αναφωνήσεις θαυμασμού ή ικανοποίησης: Ένας μουσακάς, ~ τι μουσακάς!, μα τι μουσακάς!

[αρχ. ὅμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες