Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομφαλός
5 εγγραφές [1 - 5]
ομφαλός ο [omfalós] Ο17 : 1. (ανατ.) το σημάδι που υπάρχει στο κέντρο της κοιλιάς του ανθρώπου και στο σημείο όπου, κατά την εμβρυϊκή ηλικία, κατέληγε ο ομφάλιος λώρος. 2. (μτφ.) το κέντρο ενός χώρου: Ο ~ της θάλασσας / του κόσμου / της γης. Ο ~ της γης τοποθετούνταν στους Δελφούς.

[λόγ. < αρχ. ὀμφαλός]

ομφαλοσκόπηση η [omfaloskópisi] Ο33 : η ενέργεια του ομφαλοσκοπώ. 1. (σπάν.) η ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) η επικέντρωση όλου του ενδιαφέροντος ενός ανθρώπου στον εαυτό του με αποτέλεσμα να αδρανεί ή να αδιαφορεί για τον κοινωνικό του περίγυρο.

[λόγ. ομφαλοσκοπη- (ομφαλοσκοπώ) -σις > -ση]

ομφαλοσκοπία η [omfaloskopía] Ο25 : 1α. μέθοδος με την οποία προσπαθούσαν να φτάσουν σε θρησκευτική έκσταση παρατηρώντας επί μεγάλο χρονικό διάστημα τον ομφαλό τους. β. μαντική μέθοδος που βασίζεται στην παρατήρηση του ομφάλιου λώρου· ομφαλομαντεία. 2. (μτφ.) η ομφαλοσκόπηση2.

[λόγ. ομφαλ(ός) -ο- + -σκοπία μτφρδ. αγγλ. omphalo skepsis < omphalo- < αρχ. ὀμφαλό(ς) + αρχ. σκέψις `κοίταγμα΄]

ομφαλοσκόπος ο [omfaloskópos] Ο18 : 1. (σπάν.) αυτός που έκανε ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) αυτός που ομφαλοσκοπεί, που επικεντρώνει όλο του το ενδιαφέρον στον εαυτό του με συνέπεια να αδρανεί ή να αδιαφορεί για τον κοινωνικό περίγυρο: Άνθρωπος ακοινώνητος και ~, αδιάφορος ή και εχθρικός για τους άλλους.

[λόγ. ομφαλοσκοπ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

ομφαλοσκοπώ [omfaloskopó] Ρ10.9α : 1. (σπάν.) κάνω ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου στον εαυτό μου με συνέπεια να αδρανώ ή να αδιαφορώ για τον κοινωνικό περίγυρο.

[λόγ. ομφαλοσκόπ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες