Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομήγυρη
1 εγγραφή
ομήγυρη η [omíjiri] Ο33 : (λόγ.) μικρό σύνολο ανθρώπων συγκεντρωμένων σε ένα χώρο· (πρβ. συντροφιά, παρέα): H εκλεκτή ~ επιδοκίμασε αυτά που ακούστηκαν στην αίθουσα.

[λόγ. < αρχ. ὁμήγυρ(ις) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες