Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολομέλεια
1 εγγραφή
ολομέλεια η [olomélia] Ο27 : το σύνολο των μελών ενός συνόλου προσώπων, ιδίως όταν αυτό συνεδριάζει: H ~ της βουλής / του Aρείου Πάγου / ενός συνεδρίου. H βουλή συνεδριάζει σε ~. ANT κατά τμήματα. H ~ της κεντρικής επιτροπής ενός κόμματος.

[λόγ. < αρχ. ὁλομέλεια `ακεραιότητα των μελών (του σώματος)΄ σημδ. γαλλ. séance plénière ή αγγλ. plenary session]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες