Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικειοποίηση η [ikiopíisi] Ο33 : η ενέργεια του οικειοποιούμαι· (πρβ. ιδιοποίηση): ~ ξένης περιουσίας.
[λόγ. οικειοποιη- (οικειοπούμαι) -σις > -ση]
- οικειοποιούμαι [ikiopiúme] Ρ10.9β : κάνω κτ. δικό μου ή παρουσιάζω για δικό μου κτ. ξένο· (πρβ. σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι): ~ κάτι που μου δάνεισαν. || (μτφ.): Ο προπονητής προσπάθησε να οικειοποιηθεί την επιτυχία της ομάδας.
[λόγ. < ελνστ. οἰκειοποιοῦμαι & σημδ. γαλλ. aproprier]