Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδοντόπονος ο [oδondóponos] Ο20 : πονόδοντος.
[λόγ. επίδρ. σε λαϊκό δοντόπονος(;) κατά το οδοντο- ή λόγ. οδοντο- + πόνος μτφρδ. γερμ. Zahnschmerz]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. επίδρ. σε λαϊκό δοντόπονος(;) κατά το οδοντο- ή λόγ. οδοντο- + πόνος μτφρδ. γερμ. Zahnschmerz]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |