Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδοντόπονος
1 εγγραφή
οδοντόπονος ο [oδondóponos] Ο20 : πονόδοντος.

[λόγ. επίδρ. σε λαϊκό δοντόπονος(;) κατά το οδοντο- ή λόγ. οδοντο- + πόνος μτφρδ. γερμ. Zahnschmerz]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες