Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ογκώνω
1 εγγραφή
ογκώνω [oŋgóno] -ομαι Ρ1 : 1. (σπάν.) διογκώνω κτ. 2. (μτφ.) αυξάνω ή επιτείνω κτ.: Ογκώνεται το κύμα των αυξήσεων / της λαϊκής αγανάκτησης.

[λόγ. < αρχ. ὀγκ(ῶ) `διαστέλλω΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες