Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οβολός ο [ovolós] Ο17 : 1α. υποδιαίρεση (το ένα έκτο) της αρχαίας αττικής δραχμής. β. (λόγ.) η πεντάρα. 2. (μτφ.) για μικρό χρηματικό ποσό που συνήθ. προσφέρεται ως βοήθημα σε κπ.: Δώστε τον οβολό σας. Ρίχνετε στο κουτί τον οβολό σας για τους φτωχούς. Ο ~ της χήρας*.
[λόγ. < αρχ. ὀβολός]