Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξύλινη
1 εγγραφή
ξύλινος -η -ο [ksílinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ξύλο: Ξύλινο σπίτι. Ξύλινη πόρτα. Ξύλινο αλογάκι, παιδικό παιχνίδι. Tα ξύλινα τείχη των Aθηνών. (έκφρ.) ξύλινη γλώσσα, τυποποιημένη και ξερή δογματική γλώσσα. || (ως ουσ.) τα ξύλινα, τα ξύλινα όργανα της ορχήστρας, δηλαδή τα φλάουτα, τα όμποε και τα φαγκότα.

[λόγ. < αρχ. ξύλινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες